- δεκαρολογία
- ημικροπρεπής και ανέντιμος χρηματισμός: Μην περιμένεις να κάνεις τη δουλειά σου με δεκαρολογίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκαρολογία — η 1. η ιδιότητα τού δεκαρολόγου 2. ενέργεια δεκαρολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek